παρακίνηση

παρακίνηση
η
προτροπή, υποκίνηση: Υπέκυψε στις παρακινήσεις των φίλων κι άφησε τη δουλειά του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακίνηση — η / παρακίνησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρακινώ] συμβουλή και συγχρόνως ενθάρρυνση προς κάποιον για να κάνει κάτι, υποκίνηση, παρότρυνση, προτροπή, παρόρμηση μσν. αρχ. στάση, εξέγερση («τὴν τοῡ πλήθους παρακίνησιν καταστεῑλαι», Γ. Παχυμ.) …   Dictionary of Greek

  • παρακινήσῃ — παρακινήσηι , παρακίνησις disturbance fem dat sg (epic) παρακινέω move aside aor subj mid 2nd sg παρακινέω move aside aor subj act 3rd sg παρακινέω move aside fut ind mid 2nd sg παρακῑνήσῃ , παρακινέω move aside aor subj mid 2nd sg παρακῑνήσῃ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • έλαση — η (AM ἔλασις) νεοελλ. 1. η έλξη οχήματος από ζώο 2. σφυρηλασία μετάλλων 3. μηχανική κατεργασία, σφυρηλάτηση μετάλλων για κατασκευή ελασμάτων, σύρματος κ.λπ. || αρχ. μσν. αρπαγή, απαγωγή ως λεία αρχ. 1. απέλαση, εκδίωξη, εξορία 2. πορεία στρατού,… …   Dictionary of Greek

  • έμπνευση — η (AM ἔμπνευσις) 1. παρακίνηση, παρόρμηση για κάτι 2. θεία φώτιση, θεοπνευστία νεοελλ. 1. αιφνίδια δημιουργία μιας ιδέας χωρίς παρεμβολή τής βουλήσεως («ξαφνικά μού ήρθε η έμπνευση να τόν ρωτήσω») 2. ποιητική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σύλληψη… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ανακλητικός — ή, ό (Α ἀνακλητικός, ή, όν) [ἀνακαλῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάκληση* ή ο κατάλληλος γι αυτήν αρχ. 1. ο κατάλληλος για παρακίνηση, προτρεπτικός 2. αυτός που αποκαθιστά (την όρεξη, την υγεία κ.λπ.), τονωτικός, αναζωογονητικός 3. το… …   Dictionary of Greek

  • αυτουργία — η (AM αὐτουργία) [αυτουργός] νεοελλ. 1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος 2. φρ. «ηθική αυτουργία» η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος… …   Dictionary of Greek

  • βαλτός — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… …   Dictionary of Greek

  • δημεγερσία — η (Α δημεγερσία, Μ δημοεγερσία) η παρακίνηση τού δήμου σε στάση, η εξέγερση τού λαού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”